- ποικίλλουσα
- ποικίλλωwork in various colourspres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποικιλλούσας — ποικιλλούσᾱς , ποικίλλω work in various colours pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ποικιλλούσᾱς , ποικίλλω work in various colours pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλλουσ' — ποικίλλουσα , ποικίλλω work in various colours pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ποικίλλουσι , ποικίλλω work in various colours pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ποικίλλουσι , ποικίλλω work in various… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek
ποικίλλω — ΝΜΑ [ποικίλος] 1. καθιστώ κάτι ποικίλο, τό διακοσμώ με διάφορα κεντητά, υφασμένα ή ζωγραφισμένα χρώματα («πώλους ἐν δαιδαλέαισι ποικίλλουσ ἀνθαιρόκοισι πήναις», Ευρ.) 2. δίνω διαφορετική μορφή σε κάτι, τό αλλάζω και, κυρίως, τό απαλλάσσω από τη… … Dictionary of Greek
ονωνίδα — (ononis). Γένος φυτών της οικογένειας των παπιλιονιδών ή ψυχανθών (ονωνίς). Το γένος ο. αριθμεί περίπου 70 είδη, που ευδοκιμούν στην Ευρώπη, στη δυτική Ασία και στη βόρεια Αφρική. Πρόκειται για μονοετείς διετείς ή πολυετείς πόες ή θάμνους λείους… … Dictionary of Greek